- ἤρα
- ἤρᾱ , ἐράω 1loveimperf ind act 3rd sgἤρᾱ , ἐράω 2pour forthimperf ind act 3rd sgἤρᾱ , ἤραfem nom/voc/acc dualἤρᾱ , ἤραfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤρα' — ἤρᾱαι , ἀρέομαι perf ind mp 2nd sg (attic epic) ἤ̱ραο , αἴρω attach aor ind mid 2nd sg (attic epic ionic) ἤραο , ἔραμαι love imperf ind mp 2nd sg (epic) ἤρᾱαι , ἐράομαι love perf ind mp 2nd sg (attic epic) ἤρᾱαι , ἐράομαι love perf ind mp 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥρα — Ἥρᾱ , Ἥρα nine fem nom/voc/acc dual Ἥρᾱ , Ἥρα nine fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρᾳ — ἤρᾱͅ , ἤρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥρᾳ — Ἥρᾱͅ , Ἥρα nine fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
ήρα — η 1. ζιζάνιο που φυτρώνει ανάμεσα στο σιτάρι. 2. κακός άνθρωπος: Ξεχώρισε η ήρα από το σιτάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἦρα — αἴρω attach aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut nom/voc/acc pl ἤρα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ήρα — η αρχαία θεά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠράμεθ' — ἠρά̱μεθα , ἀράομαι pray to imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι plup ind mp 1st pl (attic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι perf ind mp 1st pl (attic) ἠ̱ράμεθα , αἴρω attach aor ind mid 1st pl (attic epic ionic) ἠράμεθα ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠράμεθα — ἠρά̱μεθα , ἀράομαι pray to imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι plup ind mp 1st pl (attic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι perf ind mp 1st pl (attic) ἠ̱ράμεθα , αἴρω attach aor ind mid 1st pl (attic epic ionic) ἔραμαι love… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)